- ἀνόφθαλμος
- ἀνόφθαλμοςwithout eyesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανόφθαλμος — (anophthalmus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των καραβιδών, που απαντώνται στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη. Ζούν κάτω από πέτρες στο βάθος σπηλαίων. Τα έντομα αυτά είναι υπανάπτυκτα και δεν έχουν μάτια και φτερά. * * * ο (Μ ἀνόφθαλμος,… … Dictionary of Greek
Anophthalmia — Classification and external resources ICD 10 Q11.0 Q … Wikipedia
αόφθαλμος — ἀόφθαλμος, ον (Μ) ο ανόφθαλμος* … Dictionary of Greek